εφεδριώ

εφεδριώ
ἐφεδριῶ, -άω (ΑΜ) [εφέδρα]
(αντί εφεδρήσσω*)
βάζω κάποιον να καθίσει («γέροντα ἐλάζετο χειρός, καὶ μιν ἐφεδριάασκεν», Τζέτζ)
αρχ.
κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”